Πέμπτη 26 Δεκεμβρίου 2019

ΣΑΝ ΠΑΡΑΜΥΘΙ

Αποτέλεσμα εικόνας για κατσικακιαΑποτέλεσμα εικόνας για ΛΥΚΟΣ

ΣΑΝ ΠΑΡΑΜΎΘΙ

Πριν από δυο αιώνες και βάλε γεννήθηκαν δυο αδέλφια με διαφορά ενός χρόνου,ο Γιάκομπ και ο Βίλχελμ.Ήταν οι γνωστοί σε όλους αδελφοί Γκριμ.Αυτοί λοιπόν άρχισαν να καταγράφουν ιστορίες και διηγήσεις που κυκλοφορούσαν προφορικά με σκοπό να τις εκδώσουν κάποια στιγμή.Όταν έφθασε αυτή η στιγμή η καταγραφή ήταν τόσο ρεαλιστική που αντιμετώπισαν προβλήματα,έτσι άρχισαν να τα επεξεργάζονται.Μετά από πολλές μετατροπές και αφού οι αδελφοί Γκριμ μας είχαν αφήσει χρόνους πήραν αυτά τα παραμύθια την μορφή που τα ξέρουμε σήμερα.

  Πάντα είχα την απορία γιατί σε όλα σχεδόν τα παραμύθια έλειπε κάποιος απόν την οικογένεια χωρίς ποτέ να γίνεται λόγος για το παρελθόν του.Ένα από τα αγαπημένα μου παραμύθια ήταν ο κακός Λύκος και τα εφτά κατσικάκια.Ίσως γιατί υπήρχε το δίπολο κακός-καλός και ισχυρός-αδύναμος και στο τέλος θριάμβευε το καλό!

   Έτσι με συνοδοιπόρους όλους εσάς ας προσπαθήσουμε να το αναπλάσσουμε με φόντο την μεταπολεμική Ελλάδα.Όταν η μαμά-κατσίκα μαζί με τα κατσικάκια της ζούσε φτωχικά σε μια καλύβα προσπαθώντας να τα αναθρέψει όσο μπορούσε καλύτερα κάνοντας όνειρα για το μέλλον. 

   Ήταν μια Κυριακή απόγευμα που όλη η οικογένεια μαζεμένη κάτω από το μεγάλο πλατάνι της αυλής ζούσε αυτό που λέμε οικογενειακές στιγμές.Μόνο αυτήν την μέρα μπορούσαν να βρεθούνε όλοι μαζί γιατί όλην την εβδομάδα η μαμά-κατσίκα έτρεχε για το μεροκάματο.Συνήθως η μαμά έλεγε στα κατσικάκια ιστορίες από το παρελθόν της οικογένειας που δεν χορταιναν να τις ακούνε γι αυτό συχνά -πυκνά τις επαναλάμβανε.

  Έτσι και σήμερα άρχισε να τους εξιστορεί για τότε που η οικογένεια ζούσε στην Σμύρνη τόσο ευτυχισμένη.Ήταν ιστορίες που και αυτή είχε ακούσει από την μητέρα της.Το υποστατικό που έμεναν ήταν λίγο έξω από την πόλη,μα η οικογένεια που ανήκαν ζούσε σε πλούσια συνοικία,στην όμορφη συνοικία του Μπουρνοβα.Εκεί ζούσαν εύποροι Έλληνες,μα και αρκετοί ψηλομύτες Εγγλέζοι.Το δικό μας το αφεντικό ήταν έμπορος πολύ σπουδαίος!Αυτό καταλαβαίναμε από τον τρόπο που τον χαιρεταγανε στον δρόμο.Είχε πάρε-δώσε με Εγγλέζους και Φραντζεζους αλλά και με Εβραιους,Αρμενηδες καιΤούρκους.Ήταν ο κυρ Αργύρης με τ' όνομα τόσο που είχαμε ξεχάσει πια το επώνυμο του!

  Την κυρα την λέγανε Ισμηνη από παλιά οικογένεια της Σμύρνης.Απο έρωτα τον παντρεύτηκε τον κυρ Αργύρη.Τον είχε δει στον περίπατο στην προκυμαία ,με το ωραίο ψάθινο καπελλο του,το μπαστούνι του με την φιλντισένια λαβή και κείνο το καλοφτιαγμενο κουστούμι του και από τότε έψαχνε ευκαιρία να τον γνωρίσει!                                                                  Όσο για κείνην δεν πήγαινε πίσω από ομορφάδα.Όταν έβαζε εκείνα τα μεσάτα φορέματα και άφηνε τις μπούκλες της να χαϊδεύουν τους ώμους της,με το χτενάκι στα δεξιά δεν πέρναγε ποτέ απαρατήρητη.Ειδικά όταν έπαιζε παιχνιδιάρικα με το ομπρελίνο της.                                                                                 Η ευκαιρία για γνωριμία δεν άργησε να φανεί,όταν ένα βαρύ κρύωμα έριξε την μάνα του κυρ Αργύρη στο κρεββάτι.Ξέχασα να σας πω ότι ο πατέρας της Ισμήνης ήταν γιατρός από τους καλούς.Με τούτα και με κείνα κατάφερε να τον ακολουθήσει στην ιατρική επίσκεψη με αποτέλεσμα από την επόμενη κιόλας ,να σουλατσάρουν αντάμα στην προκυμαία.                                        Ο γάμος δεν άργησε να γίνει και όλοι ήταν ευτυχισμένοι.Ήταν καλές εποχές τότε και οι πόρτες ήταν ορθάνοιχτες για όλους! Ο κυρ Αργύρης έκανε παρέα με τους Βενέτηδες,αυτούς που είχανε τα μποστάνια και πλημμύριζαν με ζαρζαβατικα την αγορά της Σμύρνης.Μεγάλη χαρά για την οικογένεια της γιαγιάς σας γιατί συχνά έστελνε έναν εργάτη του,ο κυρ Βενετης ,στο υποστατικό με όλων των λογιών τα χορταρικά.Συχνά στην παρέα ερχότανε κι ένας καπετάνιος,ενός εμπορικού πλοίου,άπ αυτα που παίρνανε τις πραμάτειες του κυρ Αργύρη σε άλλα λιμάνια.Ήτανε λέει από τους Κορφους,ένα νησί από την άλλη πλευρά της θάλασσας.Ήταν ένας ευχάριστος τύπος που έλεγε όλο χωρατά και ιστορίες παλιές από την πατρίδα του.Μερικές φορές έλεγε και λέξεις ακαταλαβίστικες όπως όταν ευχόταν στο τραπέζι σηκώνοντας το ποτήρι του ....να ζήσετε και να τα γοδερετε τα καλά σας.... Όταν έπινε αρκετά έλεγε....να σ αξιώσει ο θεός κυρ Αργύρη μου,ναρθεις κάποτες τσου Κορφους,εκεί στο μποργο στο Μαντουκι που μένω να βάλω την κυρα να σου φτιάξει σοφριτο!

       Η γιαγιά συχνά το έσκαγε από το υποστατικό και γύριζε στους μαχαλάδες.Της άρεσε να παρατηρεί την ζωή της πόλης.Μα πιο πολύ της άρεσε να βλέπει την περαντζαδα στην προκυμαία.Εκεί που κομψευομενες δεσποινίδες διασταύρωναν τα βλέμματα τους με διερχόμενους νεαρούς.Βέβαια πολλές φορές οι νεαροί δεν είχαν την υπομονή που χρειάζεται μια ρομαντική σχέση και κατευθύνονταν στα Χιώτικα την ''αμαρτωλη'' συνοικία.Εκεί ήταν μαζεμένα όλα τα πορνεία της πόλης!Έξαλλου την άλλη δουλειά την αναλάμβαναν οι προξενητρες.

       Μια φορά που κατέβηκε στον κάτω μαχαλά ήταν μέρες Χριστουγεννων.Πηγαινοερχονταν τα ταψιά στους φούρνους και οι μυρωδιές πλημμύριζαν τον αέρα.Μοσχομύριζαν οι ταβάδες με τα ψητά γουρουνοπουλα και ανακατευόταν με τις ευωδιές που ξεπηδούσαν από τα ανοιχτά παράθυρα!Πηγαινοερχονταν οι φαγιάντσες και τα μπακίρια με ότι εκλεκτό είχε να παρουσιάσει η σμυρνέικη κουζίνα.Και δωστου οι κουραμπιέδες και τα λουκούμια και από κοντά τα σαραγλί και οι μπακλαβάδες,τα καρύδια,το μέλι και τα φοινίκια!

        Κάθε πρωτοχρονιά ο κυρ Αργύρης και από κοντά σύσσωμη η οικογένεια πηγαίνανε να εκκλησιαστουνε.Φόραγαν τα καλά τους και πηγαίνανε να συναντήσουν τους άλλους Ελληνες στην εκκλησία.Πάντα πριν ξεκινήσουν πήγαινε και διάλεγε το πιο όμορφο ρόδι από την μεγάλη φρουτιέρα του σαλονιού,το έχωνε στην τσέπη του και το πήγαινε να ευλογηθεί. Όταν γυρίζανε το έσπαγε μπροστά στην είσοδο για το γούρι. Όλα πήγαιναν καλά για τον κυρ Αργύρη μέχρι που μια χρονιά το ρόδι δεν έσπασε!Το πήρε για κακό σημάδι.Αλλά αυτά θα σας τα διηγηθώ μιαν άλλη φορά.Αρκετά για σήμερα!