Δευτέρα 31 Αυγούστου 2020

ΤΟ ΞΕΜΑΤΙΑΣΜΑ

ΤΟ ΞΕΜΑΤΙΑΣΜΑ

       H γνωριμία μου με αυτήν την μεταφυσική προσέγγιση της αδιαθεσίας-το μάτιασμα- είχε πολύ ευτελή αίτια.Συχνά όταν το φτωχικό τραπέζι δεν ήταν του γούστου μου προφασιζόμουν μία ανορεξία με την ελπίδα ότι κάτι καλύτερο κατ εξαίρεση θα έμπαινε στο πιάτο μου.Σπάνια το κατάφερνα οπότε ως δια μαγείας επανερχόταν η όρεξη, σε διαφορετική περίπτωση τα συμπτώματα γινόταν πιό έντονα.Τότε ερχόταν η σειρά της γιαγιάς,που με απόλυτη σιγουριά έλεγε το μνημειώδες ''το παιδί είναι ματιασμένο''

     

    Το σπίτι δεν διέθετε ξεματιάστρα αφού καμμία από τις γιαγιάδες δεν είχε φροντίσει να παραλάβει το ''χάρισμα'' από κάποια παλαιότερη.Εξάλλου χρειαζόταν ολόκληρη τελετουργία για να σου ''στρέχει''.Ετσι αναζητούσαμε εκτός των τειχών βοήθεια ,ανάμεσα στις άφθονες ξεματιάστρες που διέθετε το χωριό. Προτιμούσαμε βέβαια τις γειτόνισσες που ήταν τρείς απ' ότι θυμάμαι.Σαν τις τρείς χάριτες ένα πράμα!Ήταν η Σοφιά,η Τσούρενα και η Αγγέλω.Η Τσούρενα παρ' ολον που ήταν η πιό κοντινή στο σπίτι,για λόγους που δεν μπόρεσα ποτέ να ανακαλέσω στην μνήμη μου,δεν ήταν η πρώτη μου επιλογή.Όταν μάλιστα απόκτησα το ''δικαίωμα ''της επιλογής μοιραζόμουνα ανάμεσα στις άλλες δύο που παραδόξως ήταν τελείως διαφορετικές φιγούρες!

       Η Σοφιά κατοικούσε ψηλά στην ρούγα και την επισκεπτόμουν σε μία χαμηλή πέτρινη κουζίνα,που μου φάνταζε σαν το σπιτάκι της γιαγιάς στο δάσος.Στο προαύλιο μία τεράστια μουριά δεν ξέρω αν προστάτευε η απειλούσε το σπιτάκι.Στην εποχή της καρποφορίας της, όλοι οι πιτσιρικάδες της γειτονιάς σκαρφαλώναμε πάνω της και την τρυγούσαμε με βουλιμία ,ίδια με κείνην που δείχνει ο πρωτάρης, σε ένα ώριμο μεστωμένο θηλυκό.Ύστερα μεθυσμένοι απο τους χυμούς της γλυστρούσαμε απαλά στο χώμα,έτοιμοι να αναμετρηθούμε με τις φωνές των μανάδων μας για τα λεκιασμένα ρούχα                                                                                                                                       Η Σοφιά ήρθε στην οικογένεια των Γραμματικαίων ως νύφη αφού η ράτσα της ήταν οι Βασιλάκηδες.Δεν ήταν ιδιαίτερα ψηλή,όμως είχε ένα αρχοντικό παρουσιαστικό που το τόνιζε φορώντας  τις χαρακτηριστικές πολύχρωμες φασκιές στη μέση που συνήθιζαν να φοράνε οι γυναίκες εκείνη την εποχή.Γρήγορα κατάφερε να ανατρέψει το καθεστώς της προσφώνησης της γυναίκας ως παρακολούθημα του άνδρα.Όλοι έλεγαν για τον άνδρα της ,ο Μήτσος της Σοφιάς. Εξάλλου του έκανε τρεις γιούς τι άλλο ήθελε!


        Όταν την επισκεπτόμουν αισθανόμουν μια συστολή μπροστά στην ειδικό στο ξεμάτιασμα,αφού είχε γκάμα μεθόδων για να πετυχαίνει το αποτέλεσμα που ήθελε.Όταν είχε ''τρυφεροφεγγιά'' θεωρούσε το φεγγάρι υπεύθυνο για το μάτιασμα οπότε με αυτό έπρεπε να αναμετρηθεί.Δίπλα στο σπιτάκι υπήρχε ένα βόλτο που εξυπηρετούσε τις ανάγκες της γειτονιάς.Στην άκρη του βόλτου ξεκινούσε ένας μπότζος που εξυπηρετούσε τις ανάγκες της ευρύτερης οικογένειας.Στην βάση του μπότζου υπήρχε μία κολώνα που εξυπηρετούσε τις ανάγκες της Σοφιάς.Έτσι όταν δεν είχε συννεφιά έβγαινε και με φόντο το βόλτο,ακουμπώντας το ένα χέρι στην κολώνα με το άλλο υψωμένο προς τον δίσκο του φεγγαριού έλεγε τα ξόρκια.Θα νόμιζε κανείς πως έκανε εξορκισμό έτσι συνεπαρμένη που ήταν!       Υπήρχαν όμως και φορές που το φεγγάρι απαλλασσόταν των ευθυνών η άλλες φορές το ίδιο, έπαιζε κρυφτούλι με τα σύννεφα οπότε το σκηνικό μεταφερόταν μέσα στο χαμηλό σπιτάκι.Τότε ορμηνεμένος από την νόνα μου έβαζα στην δεξιά μου τσέπη καμιά δεκαριά αμύγδαλα.Ήταν η συμμετοχή του ''ματιασμένου'' στην ιεροτελεστία του ξορκίσματος.Tα σύνεργα της Σοφιάς ήταν ένα ποτήρι με νερό γεμάτο ίσα μ'ένα δάχτυλο κάτω από το χείλος και τα αμύγδαλά μου.Τα φυλάκιζε στις χούφτες της και έλεγε κάτι ακατάληπτα λόγια,που προσπάθησα άπειρες φορές να τα κάνω κτήμα μου χωρίς να τα καταφέρω ποτέ.Ύστερα με τελετουργικές κινήσεις τα άφηνε ένα-ένα να γλιστρήσουν στο νερό.Ανάλογα με το πόσα βούλιαζαν και πόσα επέπλεαν φανερωνόταν και ο βαθμός του ματιάσματος.Όσο διαρκούσε η ιεροτελεστία,μουρμούριζε το ξόρκι και η φωνή της είχε εντάσεις και υφέσεις.Εγώ είχα καρφώσει τα μάτια μου στα αμύγδαλα μια και ήξερα ότι στο τέλος θα μου τα πρόσφερε για να ολοκληρωθεί με επιτυχία το ξεμάτιασμα.Δεν έμαθα ποτέ αν έτσι έπρεπε να γίνει η το είχε προσαρμόσει έτσι βλέποντας την λαχτάρα μου για τα αμύγδαλα.Συνήθως έφευγα τρέχοντας γιατί το σκοτάδι που είχε απλωθεί σαν μαύρο πέπλο έξω έφερνε στο μυαλό μου όλες τις εξώκοσμες ιστορίες που είχα ακούσει να αφηγούνται τα χείλη των γερόντων!


         

     Η Αγγέλω ήρθε νύφη στους Κωστελέτους απο την γενιά των Χαρτοφύλακα.Στην θύμηση μου έρχεται όταν πιά ήταν χήρα και τα παιδιά της είχαν πάρει τον δρόμο της εσωτερικής ξενιτιάς.Είχε ξεμείνει στο χωριό μαζί με  την κόρη της την Ερμιόνη,μιά μεγαλοκοπέλα που δεν έμελλε να παντρευτεί.              Όταν χρειαζόταν να την επισκεφθώ έπρεπε να περάσω ανάμεσα απο τους σκοτεινούς όγκους των δίπατων σπιτιών μας και μετά να ακολουθήσω ένα στενάκι που θα μ'έφερνε μπροστά σε μία σαραβαλιασμένη ξύλινη πόρτα.Ακόμα και αυτή η διαδρομή μου έδινε την αίσθηση μίας πορείας μύησης.Η πόρτα υποχωρούσε με ένα μικρό τρίξιμο και έπρεπε να κατέβω δύο χωμάτινα σκαλοπάτια για να βρεθώ στην μικρή κουζίνα που δεν υπήρχε άλλο άνοιγμα να φωτίζει παρά η πόρτα που έτριζε.Αυτό το κατέβασμα των δύο σκαλοπατιών μου έδινε την αίσθηση του απόκοσμου.Σαν να βρισκόμουν σε μία άλλην διάσταση.Αριστερά στην ωγνίστρα η φωτιά τριζοβολούσε και η Αγγέλω με ένα μακρύ λεπτό ξύλο την συδαύλιζε.

        Μου έδειχνε με το βλέμμα την κρούσα,ένα στενόμακρο κομμάτι ξύλο απο κορμό καρυδιάς,για να καθίσω δίπλα της.Ήταν μία γυναίκα λιπόσαρκη ντυμένη με την παραδοσιακή καθημερινή χωριάτικη ενδυμασία.Όλη της η εμφάνιση σε παρέπεμπε σε κάτι ασκητικό.Δεν χρησιμοποιούσε σύνεργα για το ξεμάτιασμα παρά την δύναμη του λόγου.Από τα λόγια άλλα άκουγα και άλλα έχανα.Ταυτόχρονα με το ένα χέρι με σταύρωνε και με το άλλο συνέχιζε να συδαυλίζει την φωτιά.Δεν ξέρω αν όλα αυτά ήταν μέρος της ιεροτελεστίας για να πιάσει καλύτερα το ξεμάτιασμα.Όμως όση ώρα έλεγε τα λόγια είχα την αίσθηση ότι ήταν απόκοσμη και παρέσερνε και μένα σε μία κατάσταση χαλάρωσης.Ξαφνικά σαν να με επανέφερε,με φύσαγε τρεις φορές μουρμουρίζοντας δυσνόητες λέξεις.Καμμία φορά αν δεν ένοιωθε ικανοποιημένη απο το αποτέλεσμα γιατί το μάτι ήταν βαρύ μου ζήταγε ένα λιπιδόνι(μικρή κλωστή από τα ρούχα μου) για να συνεχίσει όταν πιά την είχα καληνυχτίσει.

         Το χάρισμα του ξεματιάσματος πέρναγε στον επόμενο,αφού το είχε μάθει απευθείας από τον προηγούμενο και αφού αυτός είχε αποδημήσει εις κύριον.Είχε έναν κοινό κορμό,όμως συχνά γινόταν προσθήκες.Υπήρχαν βέβαια και παραλλαγές όπως λίγο πολύ γινότανε με τα δημοτικά τραγούδια.Ότι πιάσει ο λαός στα χέρια του το κρατάει πάντα ζωντανό με μία συνεχή ζωογόνα παρέμβαση.Προφανώς είναι προιόν πανάρχαιας παγανιστικής τελετουργίας που η εκκλησία δεν μπόρεσε να το βάλει στο περιθώριο,οπότε αναγκάστηκε να το αποδεχτεί βάζοντας ως όρο το ξεμάτιασμα να το κάνει ιερέας.Παρ'όλα αυτά οι ανεπίσημες ξορκίστρες ήταν άφθονες.Ας θυμηθούμε μερικές εκδοχές!

            ΣΟΦΙΑ

        Άγιοι Ανάργυροι και ελεήμονες του Χριστού πρώτοι γιατροί του κόσμου που εγιατρέψατε πολλούς γιατρέψτε και τον (την)...... από τον πονόκορμο του,τον πονοκέφαλο του,από τις δείλιες και τις σκοτούρες του και από τις 72 ανάγκες του κορμιού του.Το μάι που τον (την) είδε και τον αβάσκανε να σκάσει η καρδιά του να βγουν τα μάτια του κουρέλια στην ποδιά του να μπαινοβγαίνει η μάνα του να λέει τ'ονομά του                                                                                                                       Φεύγα αβασκοσύνη και χαμηλοσύνη από του....την καρδιά κι απ'όλα του τα μέλη.Να πας στα όρη στ'άγρια βουνά και στ'άγρια λαγκάδια.Εκεί μαύρο γατί δεν νοιάζει,μαύρη κότα δεν κακαριέται,μαύρο μοσχάρι δεν μουγκρίζει,μαύρο σκυλί δεν αλυχτάει,μικρού παιδιού κουλούρι δεν γίνεται.Από μένα ξορκισμένος και από τον Αγιο βοηθημένος,ο αέρας τόφερε ο Χριστός να περάσει να το πάρει..

                     ΑΓΓΕΛΩ

         Το ίδιο με μικρή προσθήκη........όπως σκορπάει ο ήλιος τις αχτίδες του και ο αέρας τις δροσιές του έτσι να σκορπίσει η αβασκοσύνη και η χαμηλοσύνη απο του....την καρδιά κι απ'όλα του τα μέλη

                ΜΑΡΙΑ(ΚΑΚΑΒΟΥΛΩ)

          Τρεις τον(την) αβασκάνανε και τρεις τον ξαβασκάνανε.ο Χριστός η Παναγία και το Αγιο Πνεύμα.Η Παναγία ερχότανε με τους αγγέλους της και τους αρχαγγέλους της και απάντησε την στρίγγλα,τη βάβω και την κακογιαδεμενη και τις ρώτησε που πηγαίνετε.Πηγαίνουμε στο δούλο του θεού.... να ρίξουμε δείλιες και τρομάρες και αναβαγιές μεγάλες .Σας προστάζω στο όνομα της Αγίας Τριάδας να γυρίσετε πίσω να πάτε στ'άγρια βουνά και στ'άγρια λαγκάδια