Παρασκευή 11 Σεπτεμβρίου 2020

ΤΟ ΟΝΕΙΡΟ ΠΟΥ ΕΓΙΝΕ...ΕΦΙΑΛΤΗΣ

Ηταν Φλεβάρης πιά! Οι Αλκυονίδες καθώς τόχαν συνήθειο κάθε χρόνο,είχαν κάνει την εμφάνισή τους για τα καλά.Η μαμά κατσίκα βρήκε την ευκαιρία να κάνει λίγες δουλειές στην αυλή.Τα κατσικάκια ήταν στο σχολείο,μόνο ο Καφετούλης ήταν μαζί της γιατί ήταν λίγο κρυωμένος και προτίμησε να μην τον στείλει σχολείο.Απο τα πιο καλά της παιδιά,πάντα του άρεσε να μαθαίνει και την παρακολουθούσε με πολύ προσοχή κάθε φορά που τους έλεγε ιστορίες!                            Σήμερα ένοιωθε λίγο στενάχωρα,ήθελε σε κάποιον να μιλήσει.Ήθελε να βγάλει από μέσα της όλο αυτό που την βάραινε και ο Καφετούλης της φάνηκε ότι ήταν μια καλή περίπτωση γι αυτό.Τον φώναξε και τον έβαλε να καθίσει πάνω σ'ενα κουτσουράκι απέναντί της.Τον κοίταξε στα μάτια χωρίς να μιλάει.Εκείνος κατάλαβε,πήρε το σοβαρό ύφος του καλού ακροατή και περίμενε. 
   
   Ηταν Σεπτέμβρης του 1922,άρχισε να λέει η μαμά κατσίκα.Ένας ουρανός με μολυβένια σύννεφα είχε κατέβει τόσο χαμηλά που λες και ήθελε να πλακώσει την Σμύρνη.Εδώ και μέρες οι καρδιές του κόσμου ήταν σφιγμένες.Τα μαντάτα δεν ήταν καλά.Την θέση του ενθουσιασμού με τις ειδήσεις της προέλασης του Ελληνικού στρατού,τώρα είχε πάρει η κατήφεια.Όσοι ήταν αντίθετοι σ' αυτήν την έξαρση του μεγαλοιδεατισμού κουνούσαν μελαγχολικά το κεφάλι,χωρίς να μπορούν να κάνουν τίποτε!Μία φήμη διέτρεχε απ'ακρο σ'άκρο την πόλη.Το μέτωπο έσπασε!!Στην αρχή κανείς δεν ήθελε να το πιστέψει,όταν όμως αντίκρυσαν τα πρώτα τμήματα του εξαντλημένου στρατού μας να φθάνουν στην Σμύρνη,τότε όλοι κατάλαβαν.


     Ο κυρ Αργύρης μερικές μέρες πριν είχε φροντίσει να φορτώσει την κυρία Ισμήνη σ' ένα καράβι με τελικό προορισμό την Κέρκυρα.Έπρεπε να την προφυλάξει απο αυτό που έβλεπε νάρχεται.Δεν θα άντεχε να του πάθει κάτι.Εκεί θα ήταν κοντά στην κυρά του καπετάνιου και αργότερα υπολόγιζε οτι θα μπορούσε κι αυτός να πάει κοντά της.                                                      Ύστερα σαν να άδειασε ολη η ενέργεια που είχε μέσα του καθόταν με τις ώρες στην μεγάλη καρέκλα του γραφείου του και κοίταζε μπροστά με τα μάτια στυλωμένα,σε κάτι που μόνο αυτός μπορούσε να δει! Ποιός ξέρει τι να στριφογύριζε στο μυαλό του.Μπορεί να κοίταζε την φωτογραφία του πατέρα του στον απέναντι τοίχο.Από αυτόν είχε κληρονομήσει τούτο το σπίτι και αυτός το είχε κανει σωστό παλάτι.Τώρα δεν ήξερε πια την τύχη του.Μπορεί να το καίγανε οι αφηνιασμένοι ''τσέτες'' η να τόπαιρνε για λάφυρο κάποιος αξιωματούχος Νεότουρκος.Δεν μπορούσε να αποφασίσει τι ήταν προτιμότερο,μα έγερνε προς την δεύτερη εκδοχή με την κρυφή ελπίδα,οτι μπορεί ν'αλλάζανε τα πράγματα και να γύριζαν πίσω.

       Κάποιες φορές λες και έβγαινε ξαφνικά από τον λήθαργο του χτύπαγε τις γροθιές του στο γραφείο,τα μάτια του γουρλώνανε και έβγαζε ένα μουγκρητό ανάκατο με λέξεις.Αυτό που μπορούσα να ξεχωρίσω ήταν η φράση ...''τους άτιμους''.Ποιούς να εννοούσε άραγε?Μπορει τους Νεότουρκους που πατήσανε όλες τις υποσχεσεις τους και αμολύσανε τους 'τσέτες' να απονείμουν φυλετική καθαρότητα με τον πιό άγριο τρόπο.Μπορεί τους Γερμανούς που συμβούλευαν τους Τουρκους για να επιτύχουν ανοιχτό διάδρομο για τα πετρέλαια της Βασσόρας σε έναν αγώνα δρόμου με τους Αγγλογάλλους.                                                                                   Ίσως τους Αγγλογάλλους,που καταφερανε μόνο για τα συμφέροντά τους ,να διχάσουνε τους Ελληνες και τους σύρανε σε μια εκστρατεία χωρίς αύριο.Ακόμα κι αυτούς τους Γουναρικούς που πιστέψανε οτι μόνο με το όραμα της Κόκκινης Μηλιάς κερδίζονται οι πόλεμοι.Και τώρα γυρνάνε πίσω τα υπολείματα ενός ταπεινωμένου στρατού.Ακόμα και για κείνον τον ανεκδιήγητο αρμοστή Στεργιάδη που μόλις είδε τα σκούρα ανέβηκε στο πρώτο εγγλέζικο καράβι και λάκισε,όχι για την πατρίδα αλλα στους φίλους του τους ευρωπαίους!

      Τώρα πάνω σ ένα καράβι,που ούτε καν ήξερα τι παντιέρα κυμάτιζε στα κατάρτια του, στριμωγμένη πίσω από μερικές κουλούρες σχοινιά κοίταζα με τα μάτια σαστισμένα αυτά που συνέβαιναν στην προκυμαία.                                                                                                                                                                                Εκεί που πρίν λίγο καιρo ένα πολύβουο ανθρωπομάνι σαν ένα κύμα πηγαινοερχόταν σε δουλειές,περιπάτους,αγορές και έρωτες,τωρα κυριαρχούσε η απελπισία.Κόσμος έτρεχε πάνω κάτω πανικόβλητος,χωρίς συγκεκριμένο προορισμό,με φωνές και παρακάλια σε ποιόν άλλωστε;Όλοι τους είχαν παρατήσει!