Ο Κ. στεκότανε μπροστά στην εκκλησιά με δέος.Ήθελε να προχωρήσει παρά μέσα μα τα δυό πανύψηλα κυπαρίσσια που την ''φρουρούσανε'' τον τρομάζανε.Του φαινότανε σαν δυό αγριωποί φύλακες που περιμένανε να του πάρουν το κεφάλι μόλις τολμούσε να διαβεί το κατώφλι.Κοντοστάθηκε για λίγο και γύρισε να φύγει.Ίσως μιάν άλλη φόρα οπλισμένος με περισσότερο θάρρος να το αποτολμούσε.
Η σχέση του με την εκκλησία ήταν ιδιόρρυθμη.Κάθε Κυριακή, φόραγε τα καλά του και τα λουστρίνια που τούχε κάνει δώρο ο νούνος του,έπιανε τη νόνα του από το χέρι και πηγαίνανε να εκκλησιαστούν.Πολλές φορές χρειαζότανε να περιμένει αρκετά γιατί η νόνα ήταν κοκέττα.Πληθωρική γυναίκα στα νιάτα της,γυναικάτσα κατά πως λέγανε στο χωριό,δεν είχε αφήσει τις παλιές της συνήθειες.Το γιορτινό ροκέτο ατσαλάκωτο και από πάνω η κεντημένη μπροστούρα,το πετόνι και το γυαλιστερό ζιπούνι σημπληρωνόταν απο μία καλοφτιαγμένη μπόλια.Κάπου-κάπου έφτιαχνε και τις μέρζες της γιατί πίστευε ότι έτσι ξεχώριζε.Έτσι κατάφερναν και οι δύο να είναι στο κέντρο του ενδιαφέροντος.Γρήγορα όμως βάλθηκε αυτός να παρατηρεί τους άλλους.Του έκανε εντύπωση η ποικιλία των συμπεριφορών.Μερικοί με τα χέρια σταυρωμένα είχαν το βλέμμα καρφωμένο στις πλάκες του δαπέδου,σαν να μην τολμούσαν να αντικρίσουν τις εικόνες,ενώ άλλοι κοιτάζανε ψηλά λες και περιμένανε να κατέβει κάποιος από κει!Μα πιότερο του έκαναν εντύπωση αυτοί που έκαναν ακατάπαυστα τον σταυρό με έναν βιαστικό χαρακτηριστικό τρόπο τους λες και το χέρι τους ήταν κουρδισμένο
ΛΙΤΑΝΕΙΑ ΣΤΟ ΒΑΛΑΝΕΙΟ ΓΥΡΩ ΣΤΟ 1970 |