Κυριακή 9 Μαΐου 2021

O ΑΓΓΕΛΟΣ ΚΑΙ Η .....ΑΓΓΕΛΙΚΗ

    To ξύλινο πορτόνι έχασκε ορθάνοικτο.Μάλιστα η μία του πλευρά είχε αποχωριστεί τελείως απο την μπερτουέλα που το στήριζε κάποτε και κρεμότανε σαν να περίμενε την μοιραία μέρα που θα ξάπλωνε στο γρασίδι.Κανείς δεν φαινόταν να ενδιαφέρεται να προλάβει το αναπόφευκτο.Οι κάτοικοι του  δεν διαμαρτύρονταν ποτέ ,παρά μόνο οι επισκέπτες μουρμούριζαν κάτι μισόλογα βλέποντας την απαξίωση του χώρου.Μετά τους απορροφούσαν οι δικές τους έγνοιες και ο χρόνος κυλούσε χωρίς τίποτε ν'αλλάζει.

    Η Αγγελική δρασκέλισε το πάτημα,έριξε μιά ματιά γύρω της σαν νάθελε να σιγουρευτεί ότι ήταν μοναχή της και πήγε και στάθηκε πάνω από δύο τάφους.Στεκόταν εκεί χωρίς να σαλεύει,αμίλητη σα να ταξίδευε σε χρόνους και τόπους μακρινούς και ανταριασμένους.Πράγματι το μυαλό της κύλησε πίσω,πολύ πίσω τότε που το κεφαλι της στολίζανε καστανόξανθες μπούκλες.Ήτανε όμορφη κι από καλό σπίτι.Ο πατέρας της είχε τόσα ριζάρια ελιές και κήπους και χωράφια και λουτρουβιό δικό τους που όλοι τονε φωνάζανε μισέρ Νικολέτο!Τα περισσότερα τάχε βρεί από τον πατέρα του μα και τούτος άξιος ήτανε.Ο παππούς είχε αποκτήσει ένα σκαρί τάχαμου για να ψαρεύει αλλά η αλήθεια ήτανε ότι έκανε λαθρεμπόριο λαδιού.Πίστευε ότι η φορολογία στην εξαγωγή λαδιού που επιβάλλανε οι Βενετοί ήτανε σκέτη κλεψιά γι αυτό μαζί με κάτι άλλους είχανε βρεί ένα απόμερο λιμανάκι κάπου εκεί κοντά τσου Καρσάδες και κάνανε την δουλειά τους.Αυτό που έμεινε σαν θύμηση απο τον παππού ήτανε τα βιβλία που της έφερνε απο τα ταξίδια του.Αργότερα αυτά τα βιβλία λειτούργησαν σαν λίπασμα στο άγονο μέχρι τότε μυαλό της.

   Ο αδερφός της ο Κωνσταντής,δυό χρόνια μεγαλύτερος ήτανε το καμάρι του μισέρ Νικολέτου.Λογάριαζε να τον παντρέψει με την θυγατέρα του σιόρ Γιάκομου,ν'αυγατήσουνε τα χτήματα και τα τάλαρα να γίνουνε μεγάλοι και τρανοί.Όμως όποιος λογαριάζει χωρίς να υπολογίζει το ριζικό βρίσκεται χωρίς να το περιμένει στο κατώι της ζωής.Έτσι τα επόμενα χρόνια χτύπησε την πόρτα του χωριού εκείνη η καταραμένη ευλογιά και έκοψε τα καλλίτερα λουλούδια.Μέσα σ'αυτά και τον Κωνσταντή!

    Μετά απ'αυτό ο πατέρας έγινε άλλος άνθρωπος.Η μάνα είχε φύγει αρκετά χρόνια πριν και δεν υπήρχε κάποιος να κρατάει το ίσο στην οικογένεια. Ερημιά κι ακλεριά πλάκωσε την ζωή της Αγγελικής.Δεν έλεγε να φέξει γι αυτήνε ώσπου γνώρισε τον Πίπη της.Επεσε να τη νε φάει ο γερο Νικολέτος γιατί ο Πίπης είχε μονάχα τα χέρια του και κάτι κηπούλια από τον συχωρεμένο τον πατέρα του.Όμως εκείνη είχε βρει την αχτίδα που της έλειπε στα μάτια του Πίπη και έτσι μιά μέρα έβαλε σ'ένα μπόγο λίγα ρουχαλάκια και τις κεντητές ντεμέλες για να θυμάται την μάνα της και έφυγε.

        Ξαφνικά σαν κάτι να την ταρακούνησε,βγήκε από λήθαργο του μυαλού της.Κοίταξε αλαφιασμένη γύρω της και ένοιωσε σαν να την πλάκωνε ο ίσκιος των πελώριων κυπαρισσιών.Κίνησε να φύγει,είχε αργήσει και είχε υποσχεθεί στον Πίπη της πως θα του μάζευε αγριολάχανα για τσιγάρι που τόσο του άρεσε.Από τότε που χάσανε τα δύο αγόρια τους η Αγγελική κόλλησε πάνω στον Πίπη,μόνο σ'αυτόν έβρισκε γαλήνη.Ασυναίσθητα το χέρι της ψαχούλεψε την ασκωμένη μπροστούρα της να σιγουρευτεί ότι είχε μαζί την μικρή κοπίδα για τα χόρτα.                                                                                                                                             Ξεκίνησε για το πορτόνι βιαστικά με κίνδυνο να σπεθιστεί μέσα στα ψηλά χόρτα που φυτρώνανε εδώ και κει τούφες -τούφες ενώ την ματιά της τράβαγαν τα άσπρα,κίτρινα και μωβ λουλούδια που ξεπρόβαλαν από παντού.Τότε η άκρη του ματιού της έπιασε μίαν ανθρώπινη φιγούρα στην βορεινή πλευρά του νεκροταφείου.Ηταν ασπροφορεμένη χωρίς να ξεχωρίζει αν ήταν άνδρας η γυναίκα,ενώ μία απαλή ομίχλη την περιέβαλλε.Η περιέργειά της έβαλε απότομο φρένο στην βιαστική πορεία της.Τον πλησίασε,τον μέτρησε με το βλέμμα και τον ρώτησε με την χαρακτηριστική χροιά της φωνής της

                                                                                                                               -  Ποιός είσαι μάτια?Δεν σ'έχω ματαδεί κατά δω! 

                                        -Περαστικός είμαι κυρά μου!  

                                                                                                                    -Τι περαστικός δηλαδή,οι περαστικοί από κάπου έρχονται και κάπου πηγαίνουν και κάποιο σκοπό θα έχουν μες στο τσερβέλο που κουβαλούνε.Πώς σε λένε αλήθεια?                                         

     -Δεν βλέπω να ξεμπερδεύω από σένα κυρά μου,της είπε κάπως ταραγμένος,γι αυτό θα σου συστηθώ.Άγγελος Μιράρ!                                                                                                                                -Γάλλος είσαι μωρέ απ'αυτούνους που φυτέψανε το δέντρο τση λευτερίας? 

                                                                                                                      -Όχι όχι δεν κατάλαβες καλά.Άγγελος ουράνιος,ανήκω στην τρίτη λεγεώνα με τον βαθμό του υπασπιστή στα Χερουβείμ.   

       -Πάει σούστριψε! Και δε μου λες,πούναι τα φτερά σου και μη μου αρχινήσεις τσι παγαποντιές γιατί εγώ το ξέρω στα σίγουρα ότι οι άγγελοι έχουν φτερά.                                                                  -Ποτέ δεν είχαμε φτερά.Οι άνθρωποι τα φαντάστηκαν.Δεν μπορούσαν να κατανοήσουν πως κατεβαίνουμε από τον ουρανό και σκέφτηκαν κάτι σαν τα πουλιά.                                                                                                  -Και για νάχουμε καλό ρώτημα τι σ'έφερε στη γης.Γιατί αν ήρθες να φέρεις καλό μήνυμα σε καμία στέρφα να σε στείλω στην κυράτσα την Πετρού που έχει μαραζώσει η έρμη χωρίς παιδιά.                                    -Δεν γίνονται έτσι αυτά τα πράγματα,μόνο με εντολή του Κυρίου ,της απάντησε με σοβαρό ύφος

  -Ξέρω από τότε που κάμετε τσι κουτσουκέλες ,τον παλιό καιρό σας έχει από κοντά,απάντησε με θριαμβευτικό τόνο η Αγγελική.Και πριν προλάβει να συνέλθει ο άγγελος Μιράρ συνέχισε.Μας το λέει η Γραφή στο 6ο κεφάλαιο της Γέννεσης...<<Και ότε ήρχισαν οι άνθρωποι να πληθύνονται επί του προσώπου της γης,και θυγατέρες εγεννήθησαν εις αυτούς, ιδόντες οι υιοί του Θεού τας θυγατέρας των ανθρώπων,ότι ήσαν ωραίαι,έλαβον εις εαυτούς γυναίκας εκ πασών όσας΄έκλεξαν>>     Οταν ο Μιράρ μπόρεσε να βρεί την φωνή του ψέλλισε....αυτά είναι πολύ παλιά γι αυτό εξ άλλου για συμμόρφωση από τότε έχουμε ουδέτερο φύλο.Το πρόβλημα είναι ότι όταν κατεβαίνουμε στην γη αποκτάμε τα χαρακτηριστικά των ανθρώπων όχι μόνο στη όψη αλλά και στις ανάγκες.Γι αυτό έχω μία πείνα που δεν σε βλέπω.                                                                                                                                                  Η Αγγελική τον κοίταξε με συμπόνοια.Κοίταξε να δεις,τώρα που θα πάω σπίτι να κάμω τσιγάρι του Πίπη μου,θα σου βολέψω ένα πιάτο μ'ένα κομμάτι καλαμποκίσιο ψωμί,για κούπα δεν σου υπόσχομαι και θατ'αφήκω στην πέτρα πούναι πίσω από το ιερό.

   Την άλλη μέρα η Αγγελικη πήγε και μάζεψε το άδειο πιάτο της.Κοίταξε ψηλά στον ουρανό και σκέφτηκε ότι ο Μιράρ θά χε μαζέψει τους φίλους του αγγέλους και θα είχε πολλά να τους πεί!

    Ένας γείτονας είπε στον Πίπη ότι είδε την Αγγελική στο νεκροταφείο και του φάνηκε ότι μιλούσε μοναχή της.

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου